The Rice Pot Master (Greek and English)
Διδακτική ιστορία του Zen Master Seunh Sahn
(English below)
Στην επαρχία της Κορέας παλιά, οι άνθρωποι συνήθηζαν να μαζεύοντε σε μεγάλα παζάρια, ερχόμενοι από πολύ μακρινές αποστάσεις και τα οποία κρατούσαν για πολλές ημέρες. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Εκεί, πουλούσαν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, από καθημερινά εργαλεία και είδη μαγειρικής μέχρι και πολύτιμες ρίζες ginseng 100 ετών μέχρι και διαφόρων λογιών ζώα.
Μία πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα πριν από πολλά χρόνια, ένας νεαρός πήγε στο παζάρι να πουλήσει τα λαχανικά από το αγρόκτημα του για να χρησιμοποιήσει τα χρήματα να αγοράσει ρύζι. Μόλις αγόρασε το ρύζι του, παρατήρησε ότι υπήρχε ένας γηρεός μοναχός λίγο πιο πέρα, όρθιος και απόλυτα ακίνητος κάτω από τον καυτό ήλιο. Ο μοναχός φορούσε βαριά χειμωνιάτικα ρούχα, κουρελιασμένα και παλιά, και η επένδυση ήταν γεμάτη σκισμένες ραφές. Όλοι οι υπόλοιποι στο παζάρι κάθονταν κάτω από τη σκιά των δέντρων ή από τα σκίαστρα των πάγκων τους. Πολύ κοιτάζανε τον παράξενο μοναχό με αποστροφή. Όμως αυτός ο γηρεός μοναχός δεν φαινόταν να ενοχλείται. Απλώς στεκόταν εκεί όρθιος, στον καυτό ήλιο, εντελώς ακίνητος.
« Μα καλά, είναι τρελός;» Σκέφτηκε ο νεαρός άνδρας. « Έχει άραγε χάσει τα λογικά του; σε λίγο σίγουρα Θα λιποθυμήσει.» Όμως, παρόλη την απίστευτη ζέστη, ο μοναχός δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ίσα-ίσα φαινόταν να υπομειδιά (χμογελά και λίγο) κάτω από το μεγάλο ψάθινο καπέλο του.
Αργότερα, αφού ο νεαρός ολοκλήρωσε όλες τις δουλειές του, πλησίασε το μοναχό, που μόλις είχε ξεκινήσει να περπατάει πάρα πολύ αργά και προσεκτικά. «Σουνίμ, Σουνίμ!» του φώναξε κρατώντας το καπέλο του στα χέρια του και γνεύοντάς του να έρθει κάτω από τη σκιά ενός κοντινού δέντρου. «Συγγνώμη, αλλά γιατί στέκεσαι έτσι ακίνητος μέσα στον ήλιο; Δεν θα έπρεπε να κάθεσαι στη σκιά;»
Ο μοναχός δεν απάντησε αμέσως. Χαμογέλασε ευγενικά στον νεαρό και μετά από λίγο είπε «Ώρα για μεσημεριανό» με μία φωνή τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν ακούστηκε.
«Ώρα για μεσημεριανό;” ρώτησε ο νεαρός. «Μα είναι ήδη περασμένη η ώρα. Ποιος τρώει τέτοια ώρα;»
Ο μοναχός άνοιξε ελαφρώς το μανδύα του, αποκαλύπτοντας την χοντρή επένδυση. Μέσα σε όλο το ύφασμα, υπήρχαν χιλιάδες μικρά έντομα, σαν ψείρες, που τριγυρνούσαν μέσα στις βαριές διπλώσεις. «Αν κουνηθώ υπερβολικά, δεν μπορούνε να φάνε» είπε ο γέρος μοναχός. «Οπότε μερικές φορές απλά στέκομαι ακίνητος όσο τρώνε.»
Ο νεαρός σκέφτηκε ότι ο μοναχός μπορεί να είναι ανισόρροπος. Όμως, όταν κοίταξε το γέρικο πρόσωπο του, στα μάτια του δεν έβλεπε ούτε χιούμορ ούτε κάτι παράξενο, παρά μόνο συμπόνια. Ο μοναχός είχε ένα πολύ γαλήνιο, καθαρό βλέμμα και ήρεμα χαρακτηριστικά. Το ξυρισμένο του πρόσωπο (; Κεφάλι;) ακτινοβολούσε (απαλά) μόνο συμπόνια.
«Μα γιατί να είσαι τόσο ευγενικός με τόσο μικρά πλάσματα;»
Τα μάτια του μοναχού μισόκλεισαν ελαφριά και είπε «Αυτά τα μικρά πλάσματα δεν εκτιμούν την ζωή τους με την ίδια αξία όπως εσύ και εγώ;»
Έκπληκτος από την αναπάντεχη συμπόνια του μοναχού, ο νεαρός αμέσως ένωσε τις παλάμες του ευγενικά, υποκλίθηκε βαθιά στο μοναχό και τον ρώτησε αν μπορούσε να γίνει μαθητής του.
Ο μοναχός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και χαμογελώντας το ίδιο ευγενικά όπως πριν, είπε «Δεν είναι δυνατόν».
-«Γιατί δεν γίνεται;» (ρώτησε ο νεαρός)
-«Γιατί θέλεις να γίνεις μοναχός;» (απάντησε ο μοναχός)
«Δεν θέλω να παντρευτώ», απάντησε ο νεαρός. «Θέλω να βρω τον σωστό δρόμο, και να ανακαλύψω (γνωρίσω; Συνειδητοποιήσω; )τον πραγματικό μου εαυτό. Έχεις τόση συμπόνια μέχρι και για αυτά τα μικρά πλάσματα. Έχω μια πολύ έντονη διαίσθηση ότι ίσως αυτός να είναι ορθός δρόμος. Είσαι σπουδαίος μοναχός, και θέλω να γίνω μαθητής σου.»
«Ίσως, ίσως» είπε ο μοναχός, «αλλά η ζωή ενός μοναχού είναι πάρα πολύ δύσκολη». ΄Εβγαλε το καπέλο του και σκούπισε το μέτωπό του. «Που μένεις;» «Οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι έτσι, μένω με τον αδερφό μου στο διπλανό χωριό. Δεν έχω δικό μου σπίτι. Θέλω να έρθω μαζί σου.»
«Εντάξει, έλα τότε.»
Ανεβήκανε μαζί στο βουνό, χωρίς να σταματήσουν για αρκετή ώρα. Ο γέρος μοναχός δεν είπε τίποτα όσο ανεβαίνανε και προχωρούσε όλο και πιο βαθιά μέσα στις κοιλάδες του βουνού. Περνώντας δίπλα από ποτάμια και σκαρφαλώνοντας ψηλούς πέτρινους τοίχους, σταματούσανε μόνο για λίγη ξεκούραση σιωπιλά, και μετά από πολλές ώρες γοργού περπατήματος, επιτέλους φτάσανε σε ένα μικρό σπιτάκι φτιαγμένο από πέτρα και λάσπη.
Στην Κορέα, η κουζίνα είναι σε ξεχωριστό χώρο από το σπίτι. Σε κάθε κουζίνα πάνω σε μία χαμηλή βάση υπάρχει ένα μεγάλο μαύρο καζάνι, που από κάτω του ανάβουν φωτιά. Το καζάνι είναι φτιαγμένο από σίδερο και είναι πάρα πολύ βαρύ. Σε αυτό το σπίτι το καζάνι και η βάση ήταν σπασμένα. Το να τα επισκευάσει κάνεις είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά. Το καζάνι θεωρείται επισκευασμένο όταν ρίχνει κάνεις λίγο νερό μέσα και αυτό κατακάθεται ομοιόμορφα στο κέντρο του στρογγυλού του πάτου. Αν το νερό δεν κατακάθεται ομοιόμορφα, τότε όποιο φαγητό μαγειρευτεί δεν ψήνεται καλά, και πηγαίνει χαμένο. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά να επισκευάσει κάνεις ένα τέτοιο καζάνι.
Δείχνοντας λοιπόν το καζάνι, ο μοναχός μίλησε για πρώτη φορά (είπε τις πρώτες λέξεις) από τότε που έφυγαν από το παζάρι. «Σε παρακαλώ, επισκεύασέ το» και έτσι ξαφνικά, έφυγε από την κουζίνα.
Ο νεαρός είχε μεγάλη λαχτάρα να ξεκινήσει.
Αποσυναρμολόγησε τον παλιό εξοπλισμό, σχεδίασε, ζύγισε, και έφτιαξε ξανά την επικάλυψη στο μέρος όπου το καζάνι μπαίνει πάνω στη φωτιά. Όταν τελείωσε φώναξε τον μοναχό. «Είναι έτοιμο» του είπε.
Ο γέρος μοναχός το εξέτασε, κοιτάζοντας με προσοχή τις άκρες και βάζοντας μία κουτάλα νερό στον πάτο. «Δεν είναι καλό!» είπε, και πέταξε έξω το νερό. «Δοκίμασε πάλι!»
«Χμμμ», σκέφτηκε ο νεαρός «αυτός ο μοναχός πρέπει να έχει πολύ καλό μάτι, μάλλον βλέπει κάποιο λάθος». Προσπάθησε να το ξαναφτιάξει, κι αυτή τη φορά ρύθμιζε, ζύγιζε και ακόνιζε κάθε γωνία του καζανιού ακόμα πιο προσεκτικά. Αυτή τη φορά έβαλε μόνος του μια κουτάλα νερό στον πάτο ώστε να δει ότι είναι ομοιόμορφο, και ένοιωσε πιο ικανοποιημένος από πριν με το αποτέλεσμα. Κάλεσε τον μοναχό και του είπε «Κύριε, τώρα το έχω φτιάξει σωστά».
«Εντάξει, θα το ελέγξω» είπε ο μοναχός. Εξέτασε με προσοχή τις γωνίες του καζανιού και έβαλε σιγά-σιγά μία κουτάλα νερό από τα πλαϊνά να πέσει στον πάτο. «Δεν είναι καλό!» είπε, και πέταξε έξω το νερό. «Δοκίμασε ξανά!»
Ο νεαρός πλέον ένοιωθε μεγάλη σύγχυση. «Πρέπει να κάνω κάποιο λάθος! Μα που είναι το λάθος;» σκέφτηκε. Ήτανε πάρα πολύ ταραγμένος! «Ίσως το πρόβλημα είναι στο εξωτερικό του καζανιού, ίσως δεν είναι σωστή η βάση.» Αυτή τη φορά επιδιόρθωσε με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στο καζάνι, εξετάζοντας κάθε πιθαμή για κάποιο πιθανό σφάλμα. Οποιοδήποτε σημείο για το οποίο είχε έστω και μικρή αμφιβολία, το επιδιόρθωνε. Μετά ήλεγξε τη βάση του καζανιού και τον πάγκο πάνω στον οποίον τοποθετούνταν, ώστε να είναι όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Έλεγξε και ξανά και ξανά με πολλές κουτάλες νερό την επιφάνεια και αν ήταν ομοιόμορφο. Τρίβοντας την πονεμένη του μέση, πήγε πάλι να φωνάξει το δάσκαλο του. «Σουνίμ, έχω φτιάξει το καζάνι! Τα έχω ελέγξει όλα δύο και τρεις φορές. Τώρα είμαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει!»
«Δεν είναι καλό!» είπε ο μοναχός αφού εξέτασε το καζάνι, και πέταξε έξω όλο το νερό. «Πάλι!»
Ο νεαρός δεν μπορούσε να καταλάβει τι δεν είχε γίνει σωστά. «Αυτός ο μοναχός βλέπει κάποιο λάθος: γιατί να μη μπορώ να το δω και εγώ; Ξέρω ότι το καζάνι είναι μια χαρά,» σκέφτηκε. «Ίσως το πρόβλημα να είναι στην κουζίνα.» Έτσι, κατεδάφισε όλη την κουζίνα, μέχρι το τελευταίο δοκάρι, και την ξανάχτισε εξαρχής, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. «Ορίστε,» είπε και καθάρισε το μέτωπο του «Ο Σουνίμ τώρα δεν μπορεί να μην το εγκρίνει.» Έτσι πήγε και φώναξε το δάσκαλο του. «Σουνίμ, έχω επιδιορθώσει όλη την κουζίνα! Είμαι σίγουρος ότι τώρα δεν υπάρχει κανένα λάθος! Έλα να το δεις.»
«Ω, αυτό είναι υπέροχο! Δουλεύεις πάρα πολύ σκληρά, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Τώρα θα το ελέγξω.» Πήγε στο καζάνι, έριξε μία κουτάλα νερό, και σχεδόν χωρίς να προλάβει να κατασταλάξει το νερό στον πάτο, φώναξε «Δεν είναι καλό!» και ξανά έχυσε το νερό.
Τώρα πια, ο νεαρός ένοιωθε τρομερό θυμό! «Που είναι το λάθος μου;» Μετά την ένατη φορά που ο μοναχός έχυσε το νερό, είπε στον εαυτό του «Αυτός ο μοναχός δεν έχει δίκιο! Δε με νοιάζει τι θα πει τώρα. Αυτή θα είναι η τελευταία φορά!» έτσι, ακούμπησε απλώς το καζάνι στη βάση του και φώναξε «Σουνίμ, τελείωσα!» Όταν ήρθε ο δάσκαλος στην κουζίνα να τον δει, ο νεαρός είχε κάτσει πάνω στο καζάνι, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος.
«Ω εκπληκτικά! Εκπληκτικά!» Φώναξε ο μοναχός, και έτρεξε να πάει να φέρει τα σκεύη για το γεύμα. Εκείνο το βράδυ φάγανε μαζί ρύζι και μια νόστιμη σούπα. Δεν ειπώθηκε λέξη για το καζάνι έκτοτε.
* * *
Ο δάσκαλος Seung Sahn είχε εξηγήσει αυτή την ιστορία στους μαθητές του λέγοντας:
Αυτός ο γέρος μοναχός δοκίμαζε το νου του μαθητή του. Ο λόγος για τον οποίο το έκανε ήταν γιατί το Ζεν σημαίνει η μη εξάρτηση από κάτι. Πρέπει να εξαρτάσαι μόνο από εαυτό σου, όποιο και αν είναι το στιλ σου. Όμως τι σημαίνει το δικό σου στιλ; Αν εμμένεις στις απόψεις σου, την κατάστασή σου, και τις θέσεις σου, προσκολλημένος στο «εγώ-εμένα-δικό μου νου», το αληθινό σου στιλ δεν μπορεί να αναδυθεί. Άρα αυτός ο μοναχός είχε μεγάλη συμπόνια και απλώς δοκίμαζε το νου του μαθητή του. Αυτός ο νεαρός ήθελε να γίνει μοναχός. Αλλά πόσο πίστευε τον εαυτό του; Κάθε φορά που ο μαθητής έφτιαχνε το καζάνι σκεφτότανε, ίσως αυτό θα εγκρυθεί, ίσως το άλλο θα εγκρυθεί – πολλή σκέψη. Ο νους του μετακοινούνατν εύκολα (δεν ήταν σταθερός). Όταν ο μοναχός πέταξε το νερό, ο μαθητής τον πίστεψε όταν είπε ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποιο λάθος στο καζάνι, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε λάθος. Όλα αυτά ήτανε ένας τρόπος για να δοκιμάσει ο δάσκαλος το νου του μαθητή, ώστε να δει αν και κατά πόσο ήταν σταθερός. Τη τελευταία φορά όμως, ο μαθητής απλά τα κατάφερε. Δεν υπήρχε δισταγμός, ούτε και αυτό-αμφισβήτηση. Ο νους του έμεινε σταθερός.
Επίσης ο μοναχός δοκίμαζε και την επιμονή του μαθητή. Αυτός ο νεαρός έλεγε ότι τον θαυμάζει, αλλά πόσο ήθέλε να καταλάβει τον πραγματικό του εαυτό; Συνήθως, οι άνθρωποι δοκιμάζουν τέσσερις ή πέντε φορές να αναμετρηθούν με τη σοφία του δασκάλου ή κάποιας διδασκαλίας. Εάν ο δάσκαλος δεν τους εγκρίνει σύντομα, πολλοί μαθητές θα πούνε, «δεν μου αρέσει!» Και μετά θα φύγουν. Όταν όμως λένε δεν μου αρέσει αυτός ο δάσκαλος ή δεν μου αρέσει αυτή η διδασκαλία, αυτό που στην πραγματικότητα λένε είναι ότι δεν τους αρέσει ο εαυτός τους. Ένας καλός δάσκαλος είναι απλά μία αντανάκλαση του νου του μαθητή. Αν οι μαθητές δεν είναι ευχαριστημένοι με αυτά που βλέπουνε, μερικές φορές κατηγορούν το δάσκαλο, και χάνουν την ευκαιρία να δουν τον εαυτό τους.
Οπότε ο νους που (αποπειράται) (αγωνίζεται) είναι πιο σημαντικός από τον δάσκαλο στο Ζεν. Αν λες μπορώ, τότε μπορείς να κάνεις κάτι. Αν λες δε μπορώ, τότε δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Ποιο απ’ τα δύο προτιμάς;
(Γι’ αυτό λέμε συνέχισε να προχωράς μόνο μπροστά, προσπάθησε, προσπάθησε προσπάθησε, για 10.000 χρόνια, χωρίς σταματιμό. Προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε, σημαίνει να επιμένεις, κάθε στιγμή. Μερικές φορές αυτό το λέμε και «Ορθή προσπάθεια». Είναι ο νους που πάντα προσπαθεί, ό,τι και αν γίνει, σε όποια κατάσταση και σε όποια συνθήκη (κι αν βρίσκεται). Αυτό είναι ήδη η Φώτηση! Έτσι βοηθάμε (σώζουμε) όλους τους ανθρώπους. Είναι ο «Μεγάλος Δρόμος του Bodhisattva». Έτσι, η προσπάθεια είναι αναγκαία. Τότε μια μέρα, ίσως ο δάσκαλος να σου πει «Ω, εκπληκτικά!»)
Sahn, Seung. Wanting Enlightenment Is a Big Mistake (p. 10). Shambhala. Kindle Edition.
IN THE ROLLING COUNTRYSIDE of old Korea, people used to gather from far and wide for big markets that lasted several days. The tradition continues until today. Everything imaginable can be found there, from common tools and cooking utensils to highly prized, hundred-year-old ginseng roots and baying livestock.
One hot summer day many years ago, a young man went to the market to sell the vegetables he had grown on his farm, and to use the money to buy rice. As he concluded his business with the rice seller, he noticed an old monk nearby, standingcompletely motionless in the blazing sun. The monk was wearing heavy winter clothes, tattered and worn, the stuffing bursting out from under old patches. Everyone else in the market had sought shade under trees or the eaves of the merchants’ stalls. Many eyed the strange monk with aversion. But this old monk did not seem to care. He just stood there in the scorching sun, not moving at all.
“What is he, crazy?” the young man thought to himself. “Has he lost his mind? He’s going to faint very soon.” But despite the pounding heat, the monk did not move from his position. He even seemed to be smiling a little bit under his wide straw hat.
Later, after the young man had finished with other business, he approached the monk, who had just started to walk around with slow, gentle steps. “Sunim, Sunim!” (“Venerable monk!”“Venerable monk!”) the man called, holding his hat in his hands and motioning to the cool of a nearbytree. “Excuse me, but why are you standing out in the sun like that? Shouldn’t you be sitting in the shade?”
But the old monk did not answer right away. He only smiled at the young man kindly for a moment. “Lunch time,” he said, in a voice so soft it was almost indiscernible. “Lunch time?” The young man looked around. “It’s already way past time. Who’s eating?”
The monk opened his robe slightly, showing its puffy inside lining. All throughout the fabric, there were thousands of tiny insects, like lice, moving about in the heavy folds. “If I move too much, they cannot eat,” the old monk said. “So sometimes I must only stand still while they have their lunch.”
The young man immediately suspected the monk was deranged. But when he looked into the old monk’s face, in his eyes there was no humor or strangeness, only compassion. The monk had very calm, clear eyes and relaxed features. His razor-stubbled features seemed to radiate a soft compassion.
“But why be so kind to such little creatures?” The monk’s eyes squinted easily, and he said, “Don’t they value their lives just as dearly as you and I do?”
Deeply struck with the monk’s extraordinary compassion, the young man immediately put his palms together politely, and bowed deeply to the monk. He asked if he could become the monk’s student. The monk shook his head and, smiling just as politely as before, said, “Not possible.”
“Why isn’t it possible?” “Why do you want to become a monk?” “I don’t want to get married,” the young man replied. “I want to find the correct way, and attain my true self. You are compassionate even to these tiny creatures. So I have a very strong feeling that maybe this is the correct way. You are a great monk, and I want to become your student.”
“Maybe, maybe,” said the monk. “But a monk’s life is very difficult.” He removed his hat and wiped his brow. “Where do you live?” “My parents are dead, so I’m staying with my brother in the next village. I have no place of my own. I want to come with you.” “OK, let’s go, then.”
They walked straight up into the mountains, and did not stop for a long time. The old monk did not say anything as they wended their way deep into the mountain valleys. Past rolling streams and over rock walls, stopping only to rest silently together, after several hours of vigorous walking, they finally reached a small mud and stone house.
In Korea, kitchens are kept apart from the house. In every kitchen is a big black kettle, on a low stand, and a fire is lit under it. The pot is made of iron, and is very, very heavy. In this house, both pot and stand were broken. Fixing the pot requires a lot of heavy work. It also meanspouring a little water into the pot to make sure that it settles evenly in the middle of the rounded bottom. If water does not settle evenly, then any food that is cooked there will cook poorly, and be wasted. It is very difficult work to adjust one of these kettles.
Pointing at the kettle, the monk uttered his first words since leaving the market together. “Please fix this.” And just as suddenly, he left the kitchen.
The young man was only too eager to begin. Dismantling the old arrangement, he planed, graded, and resurfaced the setting where the kettle fits over the fire. When he had finished, he brought the monk over. “It is all fixed.” The old monk checked it, eyeing the edges and pouring in a ladleful of water. “No good!” he said, and dumped out the water. “Try again!”
The young man thought, “Hmmm, this monk has very keen eyes, so he must see some mistake.” He tried to fix it again, this time being very careful to regrade and adjust every edge of the kettle. Thistime he ladled water into the kettle to check the level himself, and stood up from his work more satisfied than before. He brought the monk over. “Sir, now I have correctly fixed the pot.” “OK, I will check.” The old monk squinted at the edges of the kettle, slowly ladling water down the sides. “No good!” he said, and dumped out the water. “Try again!”
The young man became very confused. “I must be making some mistake! Where is my mistake?” he thought to himself. He was very, very confused! “Perhaps it is outside the pot. Maybe the stand is not correct.” This time, he prepared the pot very closely, scrutinizing every inch of it for flaws in the setting. Whatever he had even the slightest doubt about, he fixed completely. Then he checked the whole counter area, where the pot was situated, and made sure everything was clean and neat. He tested and retested the level with several ladles of water. Rubbing his tired back, he again went to fetch his teacher. “Sunim, I have fixed the pot! Everything has been checked twice over. Now I am sure you will like it.” “No good!” the monk said after examining the pot, and dumped out the water. “Again!”
The young man did not understand what was wrong. “This monk sees some mistake: why can’t I? I know the pot is good,” he thought. “Maybe the kitchen is no good.” So he tore out the entire kitchen, every board of it, and rebuilt it completely, from floor to ceiling. “There,” he said as he wiped his brow. “Sunim cannot help but approve of it now.” So he went to fetch his teacher. “Sunim, I’ve fixed the whole kitchen! I am sure there is no mistake now! Please come and check.”
“Oh, that’s wonderful! You are working very hard, so I am very happy. Now I will check.” He went to the pot, dumped in a ladle of water and, seeming almost as if he did not even take the time to see how level the water settled, he shouted, “No good!” and turned it over again. This happened four times, five times, six, seven,eight times. Each time, the young man thought, “What’s wrong with it this time?” and each time the monk answered, “Mistake! No good!” and dumped out the water.
By now, the young man was getting very angry! “Where is my mistake?” After the ninth time the water was dumped out, he said to himself, “This monk is not correct! I don’t care what he says now. This is the last time!” So he just set the pot on the stand and called out, “Sunim, I am finished!” When the master came into the kitchen to see, the young man was sitting on the pot, arms folded across his chest. “Wonderful! Wonderful!” cried the master, and trundled off to get his meal bowls. That night they ate rice and delicious soup together. The kettle was never mentioned again.
* * *
Zen Master Seung Sahn once commented on this story to his students as follows:
“This old monk was testing his student’s mind. That is because Zen means not depending on anything. You must depend on yourself, whatever your own style is. “But what is your own style? If you keep your opinions, your condition, and your situation, and hold your I-my-me mind, then your correct style cannot appear. So this monk had great compassion, and only tested his student’s mind. ‘This young man wants to become a monk. But how much does he believe in himself?’ Each time the student fixed the pot, he thought, ‘Maybe this will pass; maybe that will pass’—much thinking. His mind was easily moved. When the Zen monk dumped out the water, the student believed the monk when he said there was still something wrong with the pot, even when there was no problem. This was all just the teacher’s way of testing the student’s mind, and seeing how much the young man’s mind moved. But the last time, the student just did it. There was no wavering, noself-doubt. His mind did not move in the least.
“The Zen monk was also testing his student’s perseverance mind. ‘This young man likes me, but how much does he want to understand his true self?’ Usually, most people try maybe four or five times to match themselves against the teacher’s wisdom. If the teacher doesn’t approve very soon, many students will say, ‘I don’t like you!’ and then go away. But when they say, ‘I don’t like you’ or ‘I don’t like this teaching,’ what they are really saying is that they don’t like themselves. A good teacher only reflects the student’s mind. If students don’t like what they see, sometimes they blame it on their teacher. “So a try-mind is more important than any Zen master. If you say, ‘I can,’ then you can do something. If you say, ‘I cannot,’ then you cannot do anything. Which one do you like?
(“This is the reason why we say, ‘Only go straight, try, try, try for ten thousand years, nonstop.’ Try, try, try means persevere, from momentto moment. It is sometimes called Right Effort. It is the mind that always tries, no matter what, in any condition and any situation. That is already enlightenment. That is already saving all beings. That is already the Great Bodhisattva Way. So trying is very necessary. Then one day, maybe the Zen master will say to you, ‘Oh, wonderful!’”)
Sahn, Seung. Wanting Enlightenment Is a Big Mistake (p. 10). Shambhala. Kindle Edition.